Δείτε επίσης: ἄωτον, ἄωτος, άωτος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άωτον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄωτον (ουδέτερο) / ἄωτος (αρσενικό) (στη σημασία: το εκλεκτότερο δείγμα ενός είδους / πράγματος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άωτον ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία