Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έπακρο τα έπακρα
      γενική του επάκρου
έπακρου
των επάκρων
    αιτιατική το έπακρο τα έπακρα
     κλητική έπακρο έπακρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έπακρο < αρχαία ελληνική ἔπακρος < ἐπί +ἄκρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έπακρο ουδέτερο

  1. το ακρότατο σημείο
    • στο έπακρο: στον μέγιστο βαθμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία