Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
groupe groupes

groupe (fr) αρσενικό

  1. η ομάδα, το γκρουπ, ο όμιλος
  2. η συστάδα, το σύμπλεγμα

Συγγενικά

επεξεργασία