groupusculaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- groupusculaire < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
groupusculaire | groupusculaires |
groupusculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο) σχετικός με μικρό πολιτικό κόμμα