Ετυμολογία

επεξεργασία
groupage < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
groupage groupages

groupage (fr) αρσενικό

  1. συγκέντρωση δεμάτων με κοινή προέλευση ή προορισμό
  2. (ιατρική) προσδιορισμός των ανοσολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου