groupage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- groupage < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
groupage | groupages |
groupage (fr) αρσενικό
- συγκέντρωση δεμάτων με κοινή προέλευση ή προορισμό
- (ιατρική) προσδιορισμός των ανοσολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου