γκρουπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκρουπ < (άμεσο δάνειο) γαλλική groupe < ιταλική gruppo < δημώδης λατινική *gruppo < φραγκική *kruppa < πρωτογερμανική *kruppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *grewb- < *ger- (γυρίζω, στρέφω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκρουπ ουδέτερο άκλιτο
- μικρή ομάδα ανθρώπων
- το μουσείο ήταν γεμάτο γκρουπ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Γιούρογκρουπ / Γιουρογκρούπ
- γκρουπάκι
- γκρουπάρω
- (παρωχημένο) γρούπος
- κρουπιέρης / γκρουπιέρης
- κρουπιέρισσα / γκρουπιέρισσα