γκρουπιέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκρουπιέρης < κρουπιέρης από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική: ton kɾuˈpçe.ɾi > toŋ‿ɡɾuˈpçe.ɾi > ɡɾuˈpçe.ɾis [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡɾuˈpçe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκρου‐πιέ‐ρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκρουπιέρης αρσενικό (θηλυκό και γκρουπιέρισσα)
- (επάγγελμα , προφορικό) άλλη μορφή του κρουπιέρης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γκρουπ
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκρουπιέρης
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γκρουπιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας