↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρουπιέρης οι κρουπιέρηδες
      γενική του κρουπιέρη των κρουπιέρηδων
    αιτιατική τον κρουπιέρη τους κρουπιέρηδες
     κλητική κρουπιέρη κρουπιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρουπιέρης < (οπτικό δάνειο) γαλλική croupier + -ης[1] < croupe (καπούλια αλόγου) < φραγκικά *kruppa < πρωτογερμανική *kruppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *grewb- < *ger- (γυρίζω, στρέφω). Κυριολεκτικά: αυτός που καθόταν στα καπούλια του αλόγου, ο βοηθός. Από τον 17ο αιώνα: βοηθός σε τυχερό παιχνίδι.[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾuˈpçe.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρου‐πιέ‐ρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρουπιέρης αρσενικό (θηλυκό κρουπιέρισσα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κρουπιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.