↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρουπιέρισσα οι κρουπιέρισσες
      γενική της κρουπιέρισσας των κρουπιερισσών
    αιτιατική την κρουπιέρισσα τις κρουπιέρισσες
     κλητική κρουπιέρισσα κρουπιέρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρουπιέρισσα < κρουπιέρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < γαλλική croupier < croupe < φραγκικά *kruppa < πρωτογερμανική *kruppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *grewb- < *ger- (γυρίζω, στρέφω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρουπιέρισσα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία