↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτοπαιχτικός η χαρτοπαιχτική το χαρτοπαιχτικό
      γενική του χαρτοπαιχτικού της χαρτοπαιχτικής του χαρτοπαιχτικού
    αιτιατική τον χαρτοπαιχτικό τη χαρτοπαιχτική το χαρτοπαιχτικό
     κλητική χαρτοπαιχτικέ χαρτοπαιχτική χαρτοπαιχτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτοπαιχτικοί οι χαρτοπαιχτικές τα χαρτοπαιχτικά
      γενική των χαρτοπαιχτικών των χαρτοπαιχτικών των χαρτοπαιχτικών
    αιτιατική τους χαρτοπαιχτικούς τις χαρτοπαιχτικές τα χαρτοπαιχτικά
     κλητική χαρτοπαιχτικοί χαρτοπαιχτικές χαρτοπαιχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρτοπαιχτικός < χαρτοπαικτικός, με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt] για προσαρμογή στη δημοτική.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xaɾ.to.pe.xtiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρ‐το‐παι‐χτι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

χαρτοπαιχτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία