Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτοπαικτικός η χαρτοπαικτική το χαρτοπαικτικό
      γενική του χαρτοπαικτικού της χαρτοπαικτικής του χαρτοπαικτικού
    αιτιατική τον χαρτοπαικτικό τη χαρτοπαικτική το χαρτοπαικτικό
     κλητική χαρτοπαικτικέ χαρτοπαικτική χαρτοπαικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτοπαικτικοί οι χαρτοπαικτικές τα χαρτοπαικτικά
      γενική των χαρτοπαικτικών των χαρτοπαικτικών των χαρτοπαικτικών
    αιτιατική τους χαρτοπαικτικούς τις χαρτοπαικτικές τα χαρτοπαικτικά
     κλητική χαρτοπαικτικοί χαρτοπαικτικές χαρτοπαικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοπαικτικός, ήδη το 1866[1] < χαρτοπαίκτ(ης) + -ικός [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaɾ.to.pe.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρ‐το‐παι‐κτι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

χαρτοπαικτικός, -ή, -ό και χαρτοπαιχτικός

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χαρτοπαίγνιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. χαρτοπαικτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας