χαρτοπαίκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρτοπαίκτης (μαρτυρείται από το 1797)[1] < (καθαρεύουσα) < χαρτο- + παίκτης < χαρτοπαικτῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρτοπαίκτης αρσενικό (θηλυκό χαρτοπαίκτρια)
- αυτός που παίζει χαρτιά
- άλλες μορφές: χαρτοπαίχτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρτοπαίκτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου