γκρουπάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκρουπάκι | τα | γκρουπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γκρουπάκι | τα | γκρουπάκια |
κλητική | γκρουπάκι | γκρουπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκρουπάκι < γκρουπ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκρουπάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του γκρουπ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γκρουπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκρουπάκι
|