Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
groupie groupies

groupie (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ένθερμος υποστηρικτής ενός μουσικού, τραγουδιστή ή οργανοπαίκτη
     συνώνυμα: admirateur, (οικείο) fan
  2. (μεταφορικά) ένθερμος υποστηρικτής ενός πολιτικού κόμματος