Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναθροίζω < αρχαία ελληνική συναθροίζω

  Ρήμα επεξεργασία

συναθροίζω (παθητική φωνή: συναθροίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία