Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gathering gatherings

gathering (en)

  1. (μετρήσιμο) η συγκέντρωση, η συνάντηση πολλών ανθρώπων
    ⮡  a family gathering - μια οικογενειακή συγκέντρωση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη meeting
  2. (μη μετρήσιμο) η συγκέντρωση, η συλλογή, το μάζεμα, η ενέργεια με την οποία μαζεύεις, συλλέγεις, συγκεντρώνεις πράγματα
    ⮡  information gathering - συγκέντρωση/συλλογή πληροφοριών

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

gathering (en)