gathering
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gathering | gatherings |
gathering (en)
- συγκέντρωση, συνάντηση πολλών ανθρώπων
- ↪ a family gathering - μια οικογενειακή συγκέντρωση
- συγκέντρωση, συλλογή, μάζεμα (η ενέργεια με την οποία μαζεύεις, συλλέγεις, συγκεντρώνεις πράγματα)
- ↪ information gathering - συλλογή πληροφοριών
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
gathering (en)