ενεστώτας gather
γ΄ ενικό ενεστώτα gathers
αόριστος gathered
παθητική μετοχή gathered
ενεργητική μετοχή gathering

gather (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω ανθρώπους, σε ένα μέρος για να σχηματίσω μια ομάδα
    ⮡  They all gathered around him/around the fire.
    Συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω του/γύρω από τη φωτιά.
    ⮡  Go and gather as many men as you can find.
    Πήγαινε και συγκέντρωσε όσους άνδρες βρεις.
    ⮡  they gathered in churches - συναθροίστηκαν στις εκκλησίες
    ⮡  The whole family gathered at the celebration for the baby’s baptism.
    Στο γλέντι για τα βαφτίσια του μωρού μαζεύτηκε όλη η οικογένεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη assemble
  2. μαζεύω, συσσωρεύω
  3. συμπεραίνω
  4. κερδίζω, νικώ