Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈrada/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rada (pl) θηλυκό

  1. η συμβουλή
  2. το συμβούλιο ως:
    • ομάδα ατόμων στα πλαίσια κάποιας οργάνωσης
    • η συνάντηση κατά την οποία γίνεται συζήτηση για κάποιο θέμα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία