↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηγουμενοσυμβούλιο τα ηγουμενοσυμβούλια
      γενική του ηγουμενοσυμβουλίου
ηγουμενοσυμβούλιου
των ηγουμενοσυμβουλίων
    αιτιατική το ηγουμενοσυμβούλιο τα ηγουμενοσυμβούλια
     κλητική ηγουμενοσυμβούλιο ηγουμενοσυμβούλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηγουμενοσυμβούλιο < ηγούμενος + συμβούλιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηγουμενοσυμβούλιο ουδέτερο

  • το συμβούλιο στο οποίο συμμετέχουν ορισμένοι μοναχοί μαζί με τον ηγούμενο και το οποίο παίρνει τις σημαντικότερες αποφάσεις σχετικά με τις υποθέσεις της μονής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία