Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

interioro < interior + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική interioro interioroj
αιτιατική interioron interiorojn

interioro (eo)

la interioro de la ĉambro estas tre bela, το εσωτερικό του δωματίου είναι πολύ ωραίο