wnętrze
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wnętrze | wnętrza |
γενική | wnętrza | wnętrz |
δοτική | wnętrzu | wnętrzom |
αιτιατική | wnętrze | wnętrza |
οργανική | wnętrzem | wnętrzami |
τοπική | wnętrzu | wnętrzach |
κλητική | wnętrze | wnętrza |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwnętrze (pl) ουδέτερο