interne
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interne | internes |
interne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interne | internes |
interne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οικότροφος
- φοιτητής ιατρικής που έχει το δικαίωμα να ασκεί μέσα σε νοσοκομείο