φοδράρω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φοδράρω < (άμεσο δάνειο) βενετική fodrar < fodra < πρωτογερμανική *fōdrą < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)
ΡήμαΕπεξεργασία
φοδράρω (παθητική φωνή: φοδράρομαι)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φόδρα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φοδράρω
|