• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φοδράρω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φοδράρω < (άμεσο δάνειο) βενετική fodrar < fodra < πρωτογερμανική *fōdrą < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)

  ΡήμαΕπεξεργασία

φοδράρω (παθητική φωνή: φοδράρομαι)

  • βάζω φόδρα σε ένα ρούχο

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • φοδραρίζω

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • (λόγιο) υπενδύω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη φόδρα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    φοδράρω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φοδράρω&oldid=5525940"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 00:30
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στις 00:30.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie