ενεστώτας align
γ΄ ενικό ενεστώτα aligns
αόριστος aligned
παθητική μετοχή aligned
ενεργητική μετοχή aligning

align (en)

  1. ευθυγραμμίζω
    ⮡  Align yourselves one behind the other.
    Ευθυγραμμιστείτε ο ένας πίσω από τον άλλο.
     συνώνυμα: line up
  2. (μεταφορικά) ευθυγραμμίζω
    ⮡  In the end, they aligned themselves with us.
    Τελικά ευθυγραμμίστηκαν μαζί μας.
    ⮡  They aligned their prices with ours.
    Ευθυγράμμισαν τις τιμές τους με της δικές μας.
     συνώνυμα: fall in line