align
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | align |
γ΄ ενικό ενεστώτα | aligns |
αόριστος | aligned |
παθητική μετοχή | aligned |
ενεργητική μετοχή | aligning |
Ρήμα
επεξεργασίαalign (en)
- ευθυγραμμίζω
- (μεταφορικά) ευθυγραμμίζω
- ⮡ In the end, they aligned themselves with us.
- Τελικά ευθυγραμμίστηκαν μαζί μας.
- ⮡ They aligned their prices with ours.
- Ευθυγράμμισαν τις τιμές τους με της δικές μας.
- ≈ συνώνυμα: fall in line
- ⮡ In the end, they aligned themselves with us.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 343. ISBN 9780194325684., λήμμα: ευθυγραμμίζω