↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευθυγραμμισμένος η ευθυγραμμισμένη το ευθυγραμμισμένο
      γενική του ευθυγραμμισμένου της ευθυγραμμισμένης του ευθυγραμμισμένου
    αιτιατική τον ευθυγραμμισμένο την ευθυγραμμισμένη το ευθυγραμμισμένο
     κλητική ευθυγραμμισμένε ευθυγραμμισμένη ευθυγραμμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευθυγραμμισμένοι οι ευθυγραμμισμένες τα ευθυγραμμισμένα
      γενική των ευθυγραμμισμένων των ευθυγραμμισμένων των ευθυγραμμισμένων
    αιτιατική τους ευθυγραμμισμένους τις ευθυγραμμισμένες τα ευθυγραμμισμένα
     κλητική ευθυγραμμισμένοι ευθυγραμμισμένες ευθυγραμμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευθυγραμμισμένος < ευθυγραμμίζω

ευθυγραμμισμένος, -η, -ο

  1. που έχει τοποθετηθεί σε ευθεία γραμμή με άλλον
  2. (πολιτική), (οικονομία): (μεταφορικά): που ακολουθεί πιστά μία άποψη, θέση, σχεδιασμό, προγραμματισμό, δόγμα κ.λπ.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία