ευθυγραμμισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευθυγραμμισμένος < ευθυγραμμίζω
Μετοχή επεξεργασία
ευθυγραμμισμένος, -η, -ο
- που έχει τοποθετηθεί σε ευθεία γραμμή με άλλον
- (πολιτική), (οικονομία): (μεταφορικά): που ακολουθεί πιστά μία άποψη, θέση, σχεδιασμό, προγραμματισμό, δόγμα κ.λπ.