σκυλολόι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκυλολόι | τα | σκυλολόγια |
γενική | του | σκυλολογιού | των | σκυλολογιών |
αιτιατική | το | σκυλολόι | τα | σκυλολόγια |
κλητική | σκυλολόι | σκυλολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sci.loˈlo.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐λο‐λό‐ι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκυλολόι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μειωτικό, περιληπτικό) μεγάλη συγκέντρωση (ομάδα, αγέλη) σκύλων
- (μεταφορικά, μειωτικό) σύνολο ή ομάδα ανθρώπων με άσχημα χαρακτηριστικά χαρακτήρα και συμπεριφοράς
Μεταφράσεις επεξεργασία
για σκυλιά
|