Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mob mobs

mob (en)

  1. ο όχλος, ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, ειδικά ένα που μπορεί να γίνει βίαιο ή να προκαλέσει προβλήματα
    ⮡  mob rule - νόμος του όχλου
    ⮡  The mob lynched him.
    Τον λυντσάρισε ο όχλος.
     συνώνυμα: rabble
  2. (the Mob, μόνο ενικός, ανεπίσημο) η μαφία, η εγκληματική οργάνωση
     συνώνυμα: the Mafia
  3. (Αυστραλία) κοπάδι ζώων
ενεστώτας mob
γ΄ ενικό ενεστώτα mobs
αόριστος mobbed
παθητική μετοχή mobbed
ενεργητική μετοχή mobbing

mob (en)

  • (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) πολιορκώ, για ένα πλήθος που μαζεύεται γύρω από κάποιον για να τον δει και να προσπαθήσει να του τραβήξει την προσοχή, μερικές φορές με ελαφρώς επιθετικό τρόπο
    ⮡  The American singer was mobbed by young people.
    Ο αμερικανικός τραγουδιστής πολιορκήθηκε από νεαρούς.
     συνώνυμα: besiege