πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυλίσιος η σκυλίσια το σκυλίσιο
      γενική του σκυλίσιου της σκυλίσιας του σκυλίσιου
    αιτιατική τον σκυλίσιο τη σκυλίσια το σκυλίσιο
     κλητική σκυλίσιε σκυλίσια σκυλίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυλίσιοι οι σκυλίσιες τα σκυλίσια
      γενική των σκυλίσιων των σκυλίσιων των σκυλίσιων
    αιτιατική τους σκυλίσιους τις σκυλίσιες τα σκυλίσια
     κλητική σκυλίσιοι σκυλίσιες σκυλίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυλίσιος < σκύλος + -ίσιος

σκυλίσιος, -α, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με σκύλο, αναφέρεται ή ανήκει σ’ αυτόν ή του ταιριάζει
  2. (μεταφορικά) που τον χαρακτηρίζουν οι κακουχίες και ταλαιπωρίες
  3. (μεταφορικά) σκληρός και ανθεκτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία