Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λυκόσκυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λυκόσκυλ
ο
τα
λυκόσκυλ
α
γενική
του
λυκόσκυλ
ου
των
λυκόσκυλ
ων
αιτιατική
το
λυκόσκυλ
ο
τα
λυκόσκυλ
α
κλητική
λυκόσκυλ
ο
λυκόσκυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα
λυκόσκυλο
Ετυμολογία
επεξεργασία
λυκόσκυλο
<
λυκό-
+
-σκυλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λυκόσκυλο
ουδέτερο
μια
ράτσα
σκύλου
(κανονική ονομασία
γερμανικός ποιμενικός
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λυκόσκυλο
γαλλικά
:
berger
(fr)
allemand
(fr)
,
chien-loup
(fr)