Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λυκόσκυλο τα λυκόσκυλα
      γενική του λυκόσκυλου των λυκόσκυλων
    αιτιατική το λυκόσκυλο τα λυκόσκυλα
     κλητική λυκόσκυλο λυκόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα λυκόσκυλο

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυκόσκυλο < λυκό- + -σκυλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυκόσκυλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία