μολοσσός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μολοσσός | οι | μολοσσοί |
γενική | του | μολοσσού | των | μολοσσών |
αιτιατική | τον | μολοσσό | τους | μολοσσούς |
κλητική | μολοσσέ | μολοσσοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μολοσσός < (αντιδάνειο) γαλλική molosse < λατινική molossus < αρχαία ελληνική Μολοσσός (κύων)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.loˈsos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐λοσ‐σός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμολοσσός αρσενικό
- μεγαλόσωμος ποιμενικός σκύλος με γκριζοκίτρινο, κυρίως, τρίχωμα και σκουρόχρωμη μουσούδα, ο οποίος διακρίνεται για την ικανότητά του για κυνήγι, μάχη και προστασία
- αρχαίο μετρικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από τρεις μακρόχρονες συλλαβές