↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυλοδόντης η σκυλοδόντα το σκυλοδόντικο
      γενική του σκυλοδόντη της σκυλοδόντας του σκυλοδόντικου
    αιτιατική τον σκυλοδόντη τη σκυλοδόντα το σκυλοδόντικο
     κλητική σκυλοδόντη σκυλοδόντα σκυλοδόντικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυλοδόντηδες οι σκυλοδόντες τα σκυλοδόντικα
      γενική των σκυλοδόντηδων των σκυλοδόντικων
    αιτιατική τους σκυλοδόντηδες τις σκυλοδόντες τα σκυλοδόντικα
     κλητική σκυλοδόντηδες σκυλοδόντες σκυλοδόντικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυλοδόντης < σκύλος + -ο- + δόντι + -ης

  Επίθετο

επεξεργασία

σκυλοδόντης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σκυλοδόντης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)