Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλιόσκυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παλιόσκυλ
ο
τα
παλιόσκυλ
α
γενική
του
παλιόσκυλ
ου
των
παλιόσκυλ
ων
αιτιατική
το
παλιόσκυλ
ο
τα
παλιόσκυλ
α
κλητική
παλιόσκυλ
ο
παλιόσκυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλιόσκυλο
<
παλιό-
+
-σκυλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλιόσκυλο
ουδέτερο
υβριστικός χαρακτηρισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλιόσκυλο
γαλλικά
:
salaud
(fr)
,
fumier
(fr)