• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παλιόσκυλο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιόσκυλο τα παλιόσκυλα
      γενική του παλιόσκυλου των παλιόσκυλων
    αιτιατική το παλιόσκυλο τα παλιόσκυλα
     κλητική παλιόσκυλο παλιόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παλιόσκυλο < παλιό- + -σκυλο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

παλιόσκυλο ουδέτερο

  • υβριστικός χαρακτηρισμός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    παλιόσκυλο
  • γαλλικά : salaud (fr), fumier (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παλιόσκυλο&oldid=5590132"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Αυγούστου 2022, στις 08:25
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Αυγούστου 2022, στις 08:25.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie