σκυλομούρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sci.loˈmu.ris/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐λο‐μού‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκυλομούρης αρσενικό (θηλυκό σκυλομούρα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκυλομούρης
|