Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοπρόσκυλο τα κοπρόσκυλα
      γενική του κοπρόσκυλου των κοπρόσκυλων
    αιτιατική το κοπρόσκυλο τα κοπρόσκυλα
     κλητική κοπρόσκυλο κοπρόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπρόσκυλο < κοπρό- + σκυλ(ί) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈpɾo.sci.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐πρό‐σκυ‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπρόσκυλο ουδέτερο

  1. σκύλος αδέσποτος και χωρίς συγκεκριμένη ράτσα
     συνώνυμα: κοπρίτης
  2. (μεταφορικά, υβριστικό) άνθρωπος τεμπέλης, αργόσχολος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κόπρος και σκύλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία