κοπρόσκυλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈpɾo.sci.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐πρό‐σκυ‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπρόσκυλο ουδέτερο
- σκύλος αδέσποτος και χωρίς συγκεκριμένη ράτσα
- (μεταφορικά, υβριστικό) άνθρωπος τεμπέλης, αργόσχολος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κόπρος και σκύλος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κοπρόσκυλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας