κοπριτόσκυλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοπριτόσκυλο < κοπρίτ(ης) + -ό- + -σκυλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπριτόσκυλο αρσενικό
- (σπάνιο, ανεπίσημο, υβριστικό) σκύλος του δρόμου
- ※ Ρε αρχιλαμόγια, ρε καραγκιόζηδες, πάλι αναβολή στα ειδικά δικαιώματα; Μα δεν έχετε ίχνος ντροπής ρε κοπριτόσκυλα του κερατά; (από υβρεολόγιο σε σχόλιο ανωνύμου σε είδηση του agronews.gr, 9/5/2022 [1])
- ※ Χαρακτήρισε «κοπριτόσκυλα» εργαζόμενους στην ΕΡΤ αν και τόνισε ότι «ανάμεσα στους εργαζόμενους υπήρξαν και τίμιοι οικογενειάρχες». (Για τη σύσταση Εξεταστικής για την ΕΡΤ αποφασίζει η Βουλή, 18/7/2013, tvxs.gr [2])
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοπριτόσκυλο
|