Ετυμολογία

επεξεργασία
γκέκας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκέκας αρσενικό

  • ράτσα σκύλου με μαύρο κι ανοιχτό καφέ κοντό τρίχωμα, ειδικευμένου στο κυνήγι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία