σκυλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκυλιάζω < μεσαιωνική ελληνική σκυλιάζω < σκύλος < αρχαία ελληνική σκύλαξ (κουτάβι)[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skiˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐λιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασκυλιάζω
- (αμετάβατο) οργίζομαι υπερβολικά και επίμονα, σχεδόν όπως ο εξαγριωμένος σκύλος
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να οργιστεί όπως στο 1
Συγγενικά
επεξεργασία- κοπροσκυλιάζω
- σκύλιασμα
- σκυλιασμένος
- → δείτε τη λέξη σκύλος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκυλιάζω | σκύλιαζα | θα σκυλιάζω | να σκυλιάζω | σκυλιάζοντας | |
β' ενικ. | σκυλιάζεις | σκύλιαζες | θα σκυλιάζεις | να σκυλιάζεις | σκύλιαζε | |
γ' ενικ. | σκυλιάζει | σκύλιαζε | θα σκυλιάζει | να σκυλιάζει | ||
α' πληθ. | σκυλιάζουμε | σκυλιάζαμε | θα σκυλιάζουμε | να σκυλιάζουμε | ||
β' πληθ. | σκυλιάζετε | σκυλιάζατε | θα σκυλιάζετε | να σκυλιάζετε | σκυλιάζετε | |
γ' πληθ. | σκυλιάζουν(ε) | σκύλιαζαν σκυλιάζαν(ε) |
θα σκυλιάζουν(ε) | να σκυλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκύλιασα | θα σκυλιάσω | να σκυλιάσω | σκυλιάσει | ||
β' ενικ. | σκύλιασες | θα σκυλιάσεις | να σκυλιάσεις | σκύλιασε | ||
γ' ενικ. | σκύλιασε | θα σκυλιάσει | να σκυλιάσει | |||
α' πληθ. | σκυλιάσαμε | θα σκυλιάσουμε | να σκυλιάσουμε | |||
β' πληθ. | σκυλιάσατε | θα σκυλιάσετε | να σκυλιάσετε | σκυλιάστε | ||
γ' πληθ. | σκύλιασαν σκυλιάσαν(ε) |
θα σκυλιάσουν(ε) | να σκυλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκυλιάσει | είχα σκυλιάσει | θα έχω σκυλιάσει | να έχω σκυλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκυλιάσει | είχες σκυλιάσει | θα έχεις σκυλιάσει | να έχεις σκυλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκυλιάσει | είχε σκυλιάσει | θα έχει σκυλιάσει | να έχει σκυλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκυλιάσει | είχαμε σκυλιάσει | θα έχουμε σκυλιάσει | να έχουμε σκυλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκυλιάσει | είχατε σκυλιάσει | θα έχετε σκυλιάσει | να έχετε σκυλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκυλιάσει | είχαν σκυλιάσει | θα έχουν σκυλιάσει | να έχουν σκυλιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ σκύλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σκύλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.