Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυλιάζω < μεσαιωνική ελληνική σκυλιάζω < σκύλος < αρχαία ελληνική σκύλαξ (κουτάβι)[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skiˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυ‐λιά‐ζω

σκυλιάζω

  1. (αμετάβατο) οργίζομαι υπερβολικά και επίμονα, σχεδόν όπως ο εξαγριωμένος σκύλος
    ⮡ σκυλιάζω απ‘ το κακό μου
    σκυλιάζω απ’ τη ζήλια
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να οργιστεί όπως στο 1

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. σκύλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σκύλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.