Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυλεύω < αρχαία ελληνική σκυλεύω

σκυλεύω

  1. γυμνώνω τον αντίπαλο που σκότωσα στη μάχη από τα όπλα του και τα παίρνω ως λάφυρα
  2. βεβηλώνω ένα νεκρό ή ένα τάφο
  3. (μεταφορικά) λεηλατώ
  4. (μεταφορικά) νικώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυλεύω < από το ουσιαστικό σκῦλον

σκυλεύω

  • γυμνώνω τον αντίπαλο που σκότωσα στη μάχη από τα όπλα του και τα παίρνω ως λάφυρα

Συνώνυμα

επεξεργασία