Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐναρίζω < ἐν + ρίζα αρ- (αἴρω) + -ίζω

ἐναρίζω, μέσο-παθητικό: ἐναρίζομαι

  1. σκυλεύω, παίρνω ως λάφυρο τον οπλισμό του εχθρού που σκότωσα στη μάχη
  2. φονεύω, σκοτώνω στη μάχη
     συνώνυμα: ἐναίρω