Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραβόσκυλος οι καραβόσκυλοι
      γενική του καραβόσκυλου των καραβόσκυλων
    αιτιατική τον καραβόσκυλο τους καραβόσκυλους
     κλητική καραβόσκυλε καραβόσκυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραβόσκυλος < καράβ(ι) + -ό- + σκύλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραβόσκυλος αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) σκύλος που ζει σε καράβι
  2. (μεταφορικά) έμπειρος ναυτικός
     συνώνυμα: θαλασσόλυκος
  3. (μεταφορικά) ακοινώνητος, αγριάνθρωπος, μισάνθρωπος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία