καραβόσκυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαραβόσκυλος αρσενικό
- (κυριολεκτικά) σκύλος που ζει σε καράβι
- (μεταφορικά) έμπειρος ναυτικός
- (μεταφορικά) ακοινώνητος, αγριάνθρωπος, μισάνθρωπος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καραβόσκυλος
|