Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεσσαλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεσσαλικ
ός
η
θεσσαλικ
ή
το
θεσσαλικ
ό
γενική
του
θεσσαλικ
ού
της
θεσσαλικ
ής
του
θεσσαλικ
ού
αιτιατική
τον
θεσσαλικ
ό
τη
θεσσαλικ
ή
το
θεσσαλικ
ό
κλητική
θεσσαλικ
έ
θεσσαλικ
ή
θεσσαλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεσσαλικ
οί
οι
θεσσαλικ
ές
τα
θεσσαλικ
ά
γενική
των
θεσσαλικ
ών
των
θεσσαλικ
ών
των
θεσσαλικ
ών
αιτιατική
τους
θεσσαλικ
ούς
τις
θεσσαλικ
ές
τα
θεσσαλικ
ά
κλητική
θεσσαλικ
οί
θεσσαλικ
ές
θεσσαλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεσσαλικός
<
αρχαία ελληνική
Θεσσαλία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
θεσσαλικός, -ή, -ό
που κατάγεται από τη Θεσσαλία ή ανήκει ή αναφέρεται στη
Θεσσαλία
και στους
Θεσσαλούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεσσαλικός
γαλλικά
:
thessalien
(fr)
, de
Thessalie
(fr)