Θεσσαλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θεσσαλός | οι | Θεσσαλοί |
γενική | του | Θεσσαλού | των | Θεσσαλών |
αιτιατική | τον | Θεσσαλό | τους | Θεσσαλούς |
κλητική | Θεσσαλέ | Θεσσαλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θεσσαλός < αρχαία ελληνική Θεσσαλός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεσσαλός αρσενικό (θηλυκό Θεσσαλή)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Θεσσαλίας
- (ελληνική μυθολογία) αρχαίο όνομα: → δείτε τη λέξη Θεσσαλός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Θεσσαλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θεσσαλός < Κατά τον Beekes,[1] προελληνική προέλευση, πιθανόν από όνομα *Kʷʰeťťal- που εξηγεί την ύπαρξη πολλαπλών μορφών. Σημειώνει ότι η σύνδεση με το θέσσασθαι έχει ήδη απορριφθεί από τον Chantraine.
- Κατά τον Μπαμπινιώτη[2] προελληνική ς προέλευσης εθνωνύμιο άγνωστης ετυμολογίας
- Κατ' άλλη εκδοχή, σύνδεση με το θέσσασθαι [3] [4] [5] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰedʰ- (παρακαλώ, ζητώ, προσεύχομαι)
Επίθετο
επεξεργασίαΘεσσαλός, -ή, -όν
- που προέρχεται από τη Θεσσαλία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Θεσσαλός | οἱ | Θεσσαλοί |
γενική | τοῦ | Θεσσαλοῦ | τῶν | Θεσσαλῶν |
δοτική | τῷ | Θεσσαλῷ | τοῖς | Θεσσαλοῖς |
αιτιατική | τὸν | Θεσσαλόν | τοὺς | Θεσσαλούς |
κλητική ὦ! | Θεσσαλέ | Θεσσαλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Θεσσαλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Θεσσαλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Θεσσαλός αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Θεσσαλίας
- ανδρικό όνομα
Συγγενικά
επεξεργασία- Θεσσάλειος
- Θεσσαλίζω
- Θεσσαλικέτης
- Θεσσαλικός
- Θεσσαλίς
- Θεσσαλιῶτις
- Θεσσαλοικέτης
- Θεσσαλονίκη
- Θεσσαλός
- θεσσαλότμητος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, Χαϊδελβέργη 1970, λήμμα: θέσσασθαι
- ↑ Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Ελληνικά έθνη κατά την εποχή του χαλκού, μετάφραση Νατάσα Παπαδοπούλου, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2018, ISBN 978-960-524-498-9, σελ. 451
- ↑ https://smerdaleos.wordpress.com
Πηγές
επεξεργασία- Θεσσαλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.