θήρευμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θήρευμα < αρχαία ελληνική < θηρεύω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθήρευμα ουδέτερο
- αυτό που έχει κυνηγήσει κανείς, το θήραμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία θήρευμα
→ δείτε τη λέξη θήραμα |
θήρευμα ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη θήραμα |