↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοσκοπός οι αυτοσκοποί
      γενική του αυτοσκοπού των αυτοσκοπών
    αιτιατική τον αυτοσκοπό τους αυτοσκοπούς
     κλητική αυτοσκοπέ αυτοσκοποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοσκοπός < αυτο- + σκοπός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Selbstzweck

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοσκοπός αρσενικό

  • (λόγιο) το να αποτελεί κάτι από μόνο του σκοπό, να μη χρησιμεύει ως μέσο για να επιτευχθεί κάτι άλλο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία