βαθμοθήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βαθμοθήρας | οι | βαθμοθήρες |
γενική | του/της | βαθμοθήρα | των | βαθμοθηρών |
αιτιατική | τον/τη | βαθμοθήρα | τους/τις | βαθμοθήρες |
κλητική | βαθμοθήρα | βαθμοθήρες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαθμοθήρας αρσενικό ή και θηλυκό
- (μειωτικό) για μαθητή, σπουδαστή, φοιτητή που επιδιώκει με εμμονή να πάρει ψηλούς βαθμούς στα μαθήματά του
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθμοθήρας
|
Πηγές
επεξεργασία- ως αρσενικό βαθμοθήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ως αρσενικό «βαθμοθήρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)