Ετυμολογία

επεξεργασία
προβαδίζω < ελληνιστική κοινή προβαδίζω < αρχαία ελληνική πρό + βαδίζω

προβαδίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • προβαδίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)