προβαδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβαδίζω < ελληνιστική κοινή προβαδίζω < αρχαία ελληνική πρό + βαδίζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροβαδίζω
- (λόγιο, σπάνιο) έχω το προβάδισμα
Συγγενικά
επεξεργασία- προβάδιση
- προβάδισμα
- → δείτε τις λέξεις προ και βαδίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προβαδίζω | προβάδιζα | θα προβαδίζω | να προβαδίζω | προβαδίζοντας | |
β' ενικ. | προβαδίζεις | προβάδιζες | θα προβαδίζεις | να προβαδίζεις | προβάδιζε | |
γ' ενικ. | προβαδίζει | προβάδιζε | θα προβαδίζει | να προβαδίζει | ||
α' πληθ. | προβαδίζουμε | προβαδίζαμε | θα προβαδίζουμε | να προβαδίζουμε | ||
β' πληθ. | προβαδίζετε | προβαδίζατε | θα προβαδίζετε | να προβαδίζετε | προβαδίζετε | |
γ' πληθ. | προβαδίζουν(ε) | προβάδιζαν προβαδίζαν(ε) |
θα προβαδίζουν(ε) | να προβαδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προβάδισα | θα προβαδίσω | να προβαδίσω | προβαδίσει | ||
β' ενικ. | προβάδισες | θα προβαδίσεις | να προβαδίσεις | προβάδισε | ||
γ' ενικ. | προβάδισε | θα προβαδίσει | να προβαδίσει | |||
α' πληθ. | προβαδίσαμε | θα προβαδίσουμε | να προβαδίσουμε | |||
β' πληθ. | προβαδίσατε | θα προβαδίσετε | να προβαδίσετε | προβαδίστε | ||
γ' πληθ. | προβάδισαν προβαδίσαν(ε) |
θα προβαδίσουν(ε) | να προβαδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προβαδίσει | είχα προβαδίσει | θα έχω προβαδίσει | να έχω προβαδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προβαδίσει | είχες προβαδίσει | θα έχεις προβαδίσει | να έχεις προβαδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προβαδίσει | είχε προβαδίσει | θα έχει προβαδίσει | να έχει προβαδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προβαδίσει | είχαμε προβαδίσει | θα έχουμε προβαδίσει | να έχουμε προβαδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προβαδίσει | είχατε προβαδίσει | θα έχετε προβαδίσει | να έχετε προβαδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προβαδίσει | είχαν προβαδίσει | θα έχουν προβαδίσει | να έχουν προβαδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προβαδίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- προβαδίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)