Ετυμολογία

επεξεργασία
assaut < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.so/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assaut assauts

assaut (fr) αρσενικό