Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαρκοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
→
γένη
αρσενικό
&
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
/
ἡ
σαρκοφόρ
ος
τὸ
σαρκοφόρ
ον
γενική
τοῦ
/
τῆς
σαρκοφόρ
ου
τοῦ
σαρκοφόρ
ου
δοτική
τῷ
/
τῇ
σαρκοφόρ
ῳ
τῷ
σαρκοφόρ
ῳ
αιτιατική
τὸν
/
τὴν
σαρκοφόρ
ον
τὸ
σαρκοφόρ
ον
κλητική
ὦ
!
σαρκοφόρ
ε
σαρκοφόρ
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
/
αἱ
σαρκοφόρ
οι
τὰ
σαρκοφόρ
ᾰ
γενική
τῶν
σαρκοφόρ
ων
τῶν
σαρκοφόρ
ων
δοτική
τοῖς
/
ταῖς
σαρκοφόρ
οις
τοῖς
σαρκοφόρ
οις
αιτιατική
τοὺς
/
τὰς
σαρκοφόρ
ους
τὰ
σαρκοφόρ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
σαρκοφόρ
οι
σαρκοφόρ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
σαρκοφόρ
ω
τὼ
σαρκοφόρ
ω
γεν-δοτ
τοῖν
σαρκοφόρ
οιν
τοῖν
σαρκοφόρ
οιν
2η κλίση
,
Κατηγορία 'δύσκολος'
όπως «
τοξοβόλος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαρκοφόρος
<
σαρκ(ός)
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
σαρκοφόρος, -ος, -ον
αυτός που φέρει
σάρκες
Συνώνυμα
επεξεργασία
ἔνσαρκος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ἄσαρκος