→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σαρκοποιός τὸ σαρκοποιόν
      γενική τοῦ/τῆς σαρκοποιοῦ τοῦ σαρκοποιοῦ
      δοτική τῷ/τῇ σαρκοποι τῷ σαρκοποι
    αιτιατική τὸν/τὴν σαρκοποιόν τὸ σαρκοποιόν
     κλητική ! σαρκοποιέ σαρκοποιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σαρκοποιοί τὰ σαρκοποιᾰ́
      γενική τῶν σαρκοποιῶν τῶν σαρκοποιῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς σαρκοποιοῖς τοῖς σαρκοποιοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς σαρκοποιούς τὰ σαρκοποιᾰ́
     κλητική ! σαρκοποιοί σαρκοποιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σαρκοποιώ τὼ σαρκοποιώ
      γεν-δοτ τοῖν σαρκοποιοῖν τοῖν σαρκοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρκοποιός < σάρξ, σαρκ(ός) + -ο- + -ποιός

  Επίθετο

επεξεργασία

σαρκοποιός, -ος, -ον

Αντώνυμα

επεξεργασία