σάρκες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασάρκες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σάρκα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασάρκες θηλυκό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του σάρξ